ὑποδείξεις

ὑποδείξεις
ὑπόδειξις
intimation
fem nom/voc pl (attic epic)
ὑπόδειξις
intimation
fem nom/acc pl (attic)
ὑποδείκνυμι
show
aor subj act 2nd sg (epic)
ὑποδείκνυμι
show
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Επανάσταση — Η Επανάσταση που έλαβε χώρα μεταξύ 1821 29 και είχε ως στόχο την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό. Παρότι πολλές άλλες απόπειρες είχαν προηγηθεί, η τελευταία ήταν επιτυχής γιατί είχε πιο καθολικό χαρακτήρα, ήταν πιο οργανωμένη και αποτέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • ανθυποδεικνύω — υποδεικνύω κι εγώ κάτι σε κάποιον που μου κάνει υποδείξεις …   Dictionary of Greek

  • ασκληπιείο — I Ονομασία ιερών αφιερωμένων στον θεό Ασκληπιό, κατά την αρχαιότητα, όπου κατέφευγαν ο άρρωστοι για να ζητήσουν από τον θεό να τους υποδείξει τρόπο θεραπείας. Το περιφημότερο Α. βρισκόταν στην Επίδαυρο· άλλα φημισμένα υπήρχαν στην Τρίκη της… …   Dictionary of Greek

  • δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… …   Dictionary of Greek

  • διαθήκη — (Νομ.). Έγγραφο με το οποίο ένα πρόσωπο (διαθέτης) ορίζει ότι η περιουσία του ως σύνολο ή κατά ποσοστά (κληρονομιά) θα περιέλθει μετά τον θάνατό του σε ένα ή περισσότερα πρόσωπα (κληρονόμους). Για να είναι έγκυρη η δ. πρέπει να αποτελεί έκφραση… …   Dictionary of Greek

  • δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… …   Dictionary of Greek

  • εγωιστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εγωιστή ή στον εγωισμό («εγωιστικές βλέψεις») 2. αυτός που προέρχεται, γίνεται από εγωισμό ή για την ικανοποίησή του («εγωιστικές υποδείξεις») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”